-
1 κῦρος
κῦρος, τό (vgl. κάρη, κόρυς), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die Gewalt, Macht; ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος οὐδὲν ἀμφὶ σοῠ Aesch. Suppl. 386; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῠρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen, Her. 6, 109; τὸ δὲ κῠρος τούτων γνῶναι οὐ σύριγξ ἦν Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Gorg. 430 e ταῖς τέχναις πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ τὸ κῦρος διὰ λόγων ἐστί u. ὅτι ἡ διὰ λόγο υ τὸ κῠρος ἔχουσα ῥητορική ἐστί; Crat. 433 c κῠρος ἔχει ν περί τινος; auch Sp., wie D. Cass. 53, 17, μοναρχία γάρ, εἰ καὶ τὰ μάλιστα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἅμα τὸ κῠρός ποτε ἔσχον, ἀληϑέστατα ἂν νομίζοιτο. – Daher auch Begründung, Veranlassung, ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῠρος ἡμέρα καλῶν, Soph. El. 907, wird viel Gutes bringen. – Πάντως γὰρ ἔχει τάδε κῠρος, ist bestätigt, O. C. 1776, u. so öfter bei Sp. – Davon
-
2 κῦρος
κῦρος, τό, eigtl. die Hauptsache, auf der alles beruht, daher die Gewalt, Macht; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῠρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen. Daher auch Begründung, Veranlassung, ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῠρος ἡμέρα καλῶν, wird viel Gutes bringen
См. также в других словарях:
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek